ναρδίτις

ναρδίτις
ναρδῑτις, ἡ (Α)
φρ. «ναρδῑτις βοτάνη» — κατώτερης ποιότητας ποικιλία τού φυτού νάρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. θαμν-ίτις, μηκων-ίτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”